Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
View word page
πατροδίδακτος
taught by a father

ShortDef

taught by a father

Debugging

Headword:
πατροδίδακτος
Headword (normalized):
πατροδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
πατροδιδακτος
IDX:
67352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67353
Key:

Data

{'content': 'taught by a father'}