Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
View word page
πατρογέρων
hereditary member of the γερουσία
ShortDef
hereditary member of the γερουσία
Debugging
Headword:
πατρογέρων
Headword (normalized):
πατρογέρων
Headword (normalized/stripped):
πατρογερων
IDX:
67351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67352
Key:
Data
{'content': 'hereditary member of the γερουσία'}