Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
View word page
πατρογένειος
ancestral
ShortDef
ancestral
Debugging
Headword:
πατρογένειος
Headword (normalized):
πατρογένειος
Headword (normalized/stripped):
πατρογενειος
IDX:
67349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67350
Key:
Data
{'content': 'ancestral'}