Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατριαστί
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
View word page
πατρόβουλος
hereditary senator

ShortDef

hereditary senator

Debugging

Headword:
πατρόβουλος
Headword (normalized):
πατρόβουλος
Headword (normalized/stripped):
πατροβουλος
IDX:
67348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67349
Key:

Data

{'content': 'hereditary senator'}