Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατριάζω
πατριάρχης
πατριαστί
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
View word page
πατριώτης
one of the same country, a fellow-countryman
ShortDef
one of the same country, a fellow-countryman
Debugging
Headword:
πατριώτης
Headword (normalized):
πατριώτης
Headword (normalized/stripped):
πατριωτης
IDX:
67346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67347
Key:
Data
{'content': 'one of the same country, a fellow-countryman'}