Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάτραρχος
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάζω
πατριάρχης
πατριαστί
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
View word page
πατρικός
derived from one's fathers, paternal, hereditary

ShortDef

derived from one's fathers, paternal, hereditary

Debugging

Headword:
πατρικός
Headword (normalized):
πατρικός
Headword (normalized/stripped):
πατρικος
IDX:
67342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67343
Key:

Data

{'content': "derived from one's fathers, paternal, hereditary"}