Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατραλοίας
πάτραρχος
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάζω
πατριάρχης
πατριαστί
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
View word page
πατρικιότης
patriciate

ShortDef

patriciate

Debugging

Headword:
πατρικιότης
Headword (normalized):
πατρικιότης
Headword (normalized/stripped):
πατρικιοτης
IDX:
67341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67342
Key:

Data

{'content': 'patriciate'}