Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πάτραι
πατραλίτωρ
πατραλοίας
πάτραρχος
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάζω
πατριάρχης
πατριαστί
πατρίδιον
πατρίκιος
πατρικιότης
πατρικός
πατρίληκτος
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
View word page
πατρίδιον
daddy
ShortDef
daddy
Debugging
Headword:
πατρίδιον
Headword (normalized):
πατρίδιον
Headword (normalized/stripped):
πατριδιον
IDX:
67339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67340
Key:
Data
{'content': 'daddy'}