Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναφορά
ἀναφορεύς
ἀναφορέω
ἀναφορικός
ἀναφόριον
ἀναφορμίζομαι
ἀνάφορον
ἀναφράζω
ἀναφράσσω
ἀναφρίζω
ἀναφρίσσω
ἀναφροδισία
ἀναφρόδιτος
ἀναφρονέω
ἀναφροντίζω
ἄναφρος
ἀναφρύγω
ἀναφυγή
ἀναφύησις
ἀναφυλάσσω
ἀναφυράω
View word page
ἀναφρίσσω
bristle up

ShortDef

bristle up

Debugging

Headword:
ἀναφρίσσω
Headword (normalized):
ἀναφρίσσω
Headword (normalized/stripped):
αναφρισσω
IDX:
6733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6734
Key:

Data

{'content': 'bristle up'}