Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πατελλοχάρων
πατέομαι
πατερεύω
πατερία
πατερίζω
πατέριον
πατέω
πάτημα
πατήρ
πάτησις
πατησμός
πατητήριον
πατητής
πατητός
πάτος
πάτος2
πάτρα
πατραγαθία
πατραδέλφεια
πατράδελφος
Πάτραι
View word page
πατησμός
a treading on

ShortDef

a treading on

Debugging

Headword:
πατησμός
Headword (normalized):
πατησμός
Headword (normalized/stripped):
πατησμος
IDX:
67319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67320
Key:

Data

{'content': 'a treading on'}