Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάτελλα
Πατελλοχάρων
πατέομαι
πατερεύω
πατερία
πατερίζω
πατέριον
πατέω
πάτημα
πατήρ
πάτησις
πατησμός
πατητήριον
πατητής
πατητός
πάτος
πάτος2
πάτρα
πατραγαθία
πατραδέλφεια
πατράδελφος
View word page
πάτησις
treading
ShortDef
treading
Debugging
Headword:
πάτησις
Headword (normalized):
πάτησις
Headword (normalized/stripped):
πατησις
IDX:
67318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67319
Key:
Data
{'content': 'treading'}