Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατάσσω
πατελίς
πάτελλα
Πατελλοχάρων
πατέομαι
πατερεύω
πατερία
πατερίζω
πατέριον
πατέω
πάτημα
πατήρ
πάτησις
πατησμός
πατητήριον
πατητής
πατητός
πάτος
πάτος2
πάτρα
πατραγαθία
View word page
πάτημα
that which is trodden : refuse
ShortDef
that which is trodden : refuse
Debugging
Headword:
πάτημα
Headword (normalized):
πάτημα
Headword (normalized/stripped):
πατημα
IDX:
67316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67317
Key:
Data
{'content': 'that which is trodden : refuse'}