Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
πάταγος
Παταικίων
πατακτροράφος
πατάνεψις
πατάνη
πατάξ
Παταρεύς
πατάσσω
πατελίς
πάτελλα
Πατελλοχάρων
πατέομαι
πατερεύω
πατερία
View word page
πατάνεψις
an eel dressed in a πατάνη

ShortDef

an eel dressed in a πατάνη

Debugging

Headword:
πατάνεψις
Headword (normalized):
πατάνεψις
Headword (normalized/stripped):
πατανεψις
IDX:
67302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67303
Key:

Data

{'content': 'an eel dressed in a πατάνη'}