Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
πάταγος
Παταικίων
πατακτροράφος
πατάνεψις
πατάνη
πατάξ
Παταρεύς
πατάσσω
πατελίς
πάτελλα
Πατελλοχάρων
πατέομαι
View word page
Παταικίων
a notorious impostor

ShortDef

a notorious impostor

Debugging

Headword:
Παταικίων
Headword (normalized):
παταικίων
Headword (normalized/stripped):
παταικιων
IDX:
67300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67301
Key:

Data

{'content': 'a notorious impostor'}