Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναφλύω
ἀναφοβέω
ἀναφοινίσσω
ἀναφοιτάω
ἀναφορά
ἀναφορεύς
ἀναφορέω
ἀναφορικός
ἀναφόριον
ἀναφορμίζομαι
ἀνάφορον
ἀναφράζω
ἀναφράσσω
ἀναφρίζω
ἀναφρίσσω
ἀναφροδισία
ἀναφρόδιτος
ἀναφρονέω
ἀναφροντίζω
ἄναφρος
ἀναφρύγω
View word page
ἀνάφορον
a pole

ShortDef

a pole

Debugging

Headword:
ἀνάφορον
Headword (normalized):
ἀνάφορον
Headword (normalized/stripped):
αναφορον
IDX:
6729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6730
Key:

Data

{'content': 'a pole'}