Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
πάταγος
Παταικίων
πατακτροράφος
πατάνεψις
πατάνη
πατάξ
Παταρεύς
View word page
παταγέω
to clatter, clash, clap

ShortDef

to clatter, clash, clap

Debugging

Headword:
παταγέω
Headword (normalized):
παταγέω
Headword (normalized/stripped):
παταγεω
IDX:
67295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67296
Key:

Data

{'content': 'to clatter, clash, clap'}