Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
πάταγος
Παταικίων
πατακτροράφος
πατάνεψις
View word page
πασχικός
one possessed
ShortDef
one possessed
Debugging
Headword:
πασχικός
Headword (normalized):
πασχικός
Headword (normalized/stripped):
πασχικος
IDX:
67292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67293
Key:
Data
{'content': 'one possessed'}