Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
πάταγος
Παταικίων
πατακτροράφος
View word page
πασχητιάω
feel lust

ShortDef

feel lust

Debugging

Headword:
πασχητιάω
Headword (normalized):
πασχητιάω
Headword (normalized/stripped):
πασχητιαω
IDX:
67291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67292
Key:

Data

{'content': 'feel lust'}