Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
πάταγος
View word page
πάσχα
Passover
ShortDef
Passover
Debugging
Headword:
πάσχα
Headword (normalized):
πάσχα
Headword (normalized/stripped):
πασχα
IDX:
67289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67290
Key:
Data
{'content': 'Passover'}