Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
παταγοδρόμος
View word page
πάστρια
embroiderer
ShortDef
embroiderer
Debugging
Headword:
πάστρια
Headword (normalized):
πάστρια
Headword (normalized/stripped):
παστρια
IDX:
67288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67289
Key:
Data
{'content': 'embroiderer'}