Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
πατάγημα
View word page
παστόω
build a bridal chamber

ShortDef

build a bridal chamber

Debugging

Headword:
παστόω
Headword (normalized):
παστόω
Headword (normalized/stripped):
παστοω
IDX:
67287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67288
Key:

Data

{'content': 'build a bridal chamber'}