Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παστῆον
παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
παταγή
View word page
παστοφόρος
carrying a παστός (perh. shrine)

ShortDef

carrying a παστός (perh. shrine)

Debugging

Headword:
παστοφόρος
Headword (normalized):
παστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
παστοφορος
IDX:
67286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67287
Key:

Data

{'content': 'carrying a παστός (perh. shrine)'}