Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παστή
παστῆον
παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
πατά
παταγέω
View word page
παστοφόρισσα
female παστοφόρος

ShortDef

female παστοφόρος

Debugging

Headword:
παστοφόρισσα
Headword (normalized):
παστοφόρισσα
Headword (normalized/stripped):
παστοφορισσα
IDX:
67285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67286
Key:

Data

{'content': 'female παστοφόρος'}