Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παστείλη
παστέος
παστή
παστῆον
παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
πάσχω
View word page
παστός2
a bridal chamber
ShortDef
sprinkled with salt, salted
a bridal chamber
Debugging
Headword:
παστός2
Headword (normalized):
παστός
Headword (normalized/stripped):
παστος2
IDX:
67283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67284
Key:
Data
{'content': 'a bridal chamber'}