Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάστας
παστείλη
παστέος
παστή
παστῆον
παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
πασχικός
View word page
παστός
sprinkled with salt, salted

ShortDef

sprinkled with salt, salted
a bridal chamber

Debugging

Headword:
παστός
Headword (normalized):
παστός
Headword (normalized/stripped):
παστος
IDX:
67282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67283
Key:

Data

{'content': 'sprinkled with salt, salted'}