Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παστάς
πάστας
παστείλη
παστέος
παστή
παστῆον
παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
πάσχα
πασχητιασμός
πασχητιάω
View word page
παστιλλώδης
like a pastille

ShortDef

like a pastille

Debugging

Headword:
παστιλλώδης
Headword (normalized):
παστιλλώδης
Headword (normalized/stripped):
παστιλλωδης
IDX:
67281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67282
Key:

Data

{'content': 'like a pastille'}