Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πασσυδόν
πάσσω
πάσσων
παστάς
πάστας
παστείλη
παστέος
παστή
παστῆον
παστήρια
παστιλλάριος
πάστιλλος
παστιλλόω
παστιλλώδης
παστός
παστός2
παστοφόριον
παστοφόρισσα
παστοφόρος
παστόω
πάστρια
View word page
παστιλλάριος
confectioner
ShortDef
confectioner
Debugging
Headword:
παστιλλάριος
Headword (normalized):
παστιλλάριος
Headword (normalized/stripped):
παστιλλαριος
IDX:
67278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67279
Key:
Data
{'content': 'confectioner'}