Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
πασπάλη
πασπαληφάγος
πασσαλεῖον
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πασσαλίσκος
πασσαλιστής
πασσαλοκοπέω
πασσαλοκοπία
πάσσαλος
πασσαλόω
πάσσαξ
View word page
πασπαληφάγος
meal-fed

ShortDef

meal-fed

Debugging

Headword:
πασπαληφάγος
Headword (normalized):
πασπαληφάγος
Headword (normalized/stripped):
πασπαληφαγος
IDX:
67255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67256
Key:

Data

{'content': 'meal-fed'}