Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πασιμέλουσα
πασιμέλων
πασίολος
πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
πασπάλη
πασπαληφάγος
πασσαλεῖον
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πασσαλίσκος
πασσαλιστής
πασσαλοκοπέω
πασσαλοκοπία
View word page
πάσμα
sprinkling
ShortDef
sprinkling
Debugging
Headword:
πάσμα
Headword (normalized):
πάσμα
Headword (normalized/stripped):
πασμα
IDX:
67252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67253
Key:
Data
{'content': 'sprinkling'}