Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
πασιμέλων
πασίολος
πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
πασπάλη
πασπαληφάγος
πασσαλεῖον
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πασσαλίσκος
πασσαλιστής
View word page
πασιφίλητος
loved by all

ShortDef

loved by all

Debugging

Headword:
πασιφίλητος
Headword (normalized):
πασιφίλητος
Headword (normalized/stripped):
πασιφιλητος
IDX:
67250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67251
Key:

Data

{'content': 'loved by all'}