Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
πασιμέλων
πασίολος
πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
πασπάλη
πασπαληφάγος
πασσαλεῖον
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πασσαλίσκος
View word page
πασιφανής
shining

ShortDef

shining

Debugging

Headword:
πασιφανής
Headword (normalized):
πασιφανής
Headword (normalized/stripped):
πασιφανης
IDX:
67249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67250
Key:

Data

{'content': 'shining'}