Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πασίδηλος
πασιθρύλητος
Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
πασιμέλων
πασίολος
πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
πασπάλη
πασπαληφάγος
πασσαλεῖον
πασσαλευτός
View word page
Πασιφάη
Pasiphae
ShortDef
Pasiphae
Debugging
Headword:
Πασιφάη
Headword (normalized):
πασιφάη
Headword (normalized/stripped):
πασιφαη
IDX:
67247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67248
Key:
Data
{'content': 'Pasiphae'}