Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πασίγνωστος
πασιδάμεια
πασίδηλος
πασιθρύλητος
Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
πασιμέλων
πασίολος
πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
πασπάλη
πασπαληφάγος
View word page
πασιπόρνη
common prostitute

ShortDef

common prostitute

Debugging

Headword:
πασιπόρνη
Headword (normalized):
πασιπόρνη
Headword (normalized/stripped):
πασιπορνη
IDX:
67245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67246
Key:

Data

{'content': 'common prostitute'}