Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
πασιδάμεια
πασίδηλος
πασιθρύλητος
Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
πασιμέλων
πασίολος
πασιπόρνη
πᾶσις
Πασιφάη
πασιφαής
πασιφανής
πασιφίλητος
Πασίων
πάσμα
πασμάτιον
View word page
πασιμέλων
a care
ShortDef
a care
Debugging
Headword:
πασιμέλων
Headword (normalized):
πασιμέλων
Headword (normalized/stripped):
πασιμελων
IDX:
67243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67244
Key:
Data
{'content': 'a care'}