Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρώρεια
παρώρειος
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
παρωτίς
παρῳχημένως
πάρωχρος
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
πασιδάμεια
πασίδηλος
πασιθρύλητος
Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
πασιμέλων
View word page
πᾶς
all, the whole
ShortDef
all, the whole
Debugging
Headword:
πᾶς
Headword (normalized):
πᾶς
Headword (normalized/stripped):
πας
IDX:
67233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67234
Key:
Data
{'content': 'all, the whole'}