Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρωραϊσμός
παρώρεια
παρώρειος
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
παρωτίς
παρῳχημένως
πάρωχρος
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
πασιδάμεια
πασίδηλος
πασιθρύλητος
Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
πασιμέλουσα
View word page
πάρωχρος
rather pale, sallow

ShortDef

rather pale, sallow

Debugging

Headword:
πάρωχρος
Headword (normalized):
πάρωχρος
Headword (normalized/stripped):
παρωχρος
IDX:
67232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67233
Key:

Data

{'content': 'rather pale, sallow'}