Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρωπίς
παρωραϊσμός
παρώρεια
παρώρειος
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
παρωτίς
παρῳχημένως
πάρωχρος
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
πασιδάμεια
πασίδηλος
πασιθρύλητος
Πασικλῆς
πασικράτεια
πασιμεδέουσα
View word page
παρῳχημένως
in the past tense

ShortDef

in the past tense

Debugging

Headword:
παρῳχημένως
Headword (normalized):
παρῳχημένως
Headword (normalized/stripped):
παρωχημενως
IDX:
67231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67232
Key:

Data

{'content': 'in the past tense'}