Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρώνυμος
παρωνυχία
παρώπια
παρωπία
παρωπίς
παρωραϊσμός
παρώρεια
παρώρειος
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
παρωτίς
παρῳχημένως
πάρωχρος
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
πασιδάμεια
πασίδηλος
View word page
πάρωρος
out of season, untimely

ShortDef

out of season, untimely

Debugging

Headword:
πάρωρος
Headword (normalized):
πάρωρος
Headword (normalized/stripped):
παρωρος
IDX:
67227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67228
Key:

Data

{'content': 'out of season, untimely'}