Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρωνυχία
παρώπια
παρωπία
παρωπίς
παρωραϊσμός
παρώρεια
παρώρειος
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
παρωτίς
παρῳχημένως
πάρωχρος
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
πασιδάμεια
View word page
παρωρμημένως
violently
ShortDef
violently
Debugging
Headword:
παρωρμημένως
Headword (normalized):
παρωρμημένως
Headword (normalized/stripped):
παρωρμημενως
IDX:
67226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67227
Key:
Data
{'content': 'violently'}