Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρωνύμιον
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρωνυχία
παρώπια
παρωπία
παρωπίς
παρωραϊσμός
παρώρεια
παρώρειος
παρωρείτης
παρωρμημένως
πάρωρος
παρωροφίς
παρώτιον
παρωτίς
παρῳχημένως
πάρωχρος
πᾶς
πασιάναξ
πασίγνωστος
View word page
παρωρείτης
mons

ShortDef

mons

Debugging

Headword:
παρωρείτης
Headword (normalized):
παρωρείτης
Headword (normalized/stripped):
παρωρειτης
IDX:
67225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67226
Key:

Data

{'content': 'mons'}