Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάρφαμι
πάρφασις
παρφυκτός
πάρφυκτος
παρῴα
παρῳδέω
παρῳδητέον
παρῳδία
παρῳδικός
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωκεανῖται
παρωκεανῖτις
παρωλένιος
παρώμαλος
παρωμίς
παρών
παρωνυμέω
παρωνύμησις
παρωνυμία
View word page
παρωθέω
to push aside, reject, slight
ShortDef
to push aside, reject, slight
Debugging
Headword:
παρωθέω
Headword (normalized):
παρωθέω
Headword (normalized/stripped):
παρωθεω
IDX:
67202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67203
Key:
Data
{'content': 'to push aside, reject, slight'}