Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρυφή
παρυφής
παρυφιζάνω
παρυφίστημι
πάρφαμι
πάρφασις
παρφυκτός
πάρφυκτος
παρῴα
παρῳδέω
παρῳδητέον
παρῳδία
παρῳδικός
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωκεανῖται
παρωκεανῖτις
παρωλένιος
παρώμαλος
παρωμίς
View word page
παρῳδητέον
one must parody, burlesque
ShortDef
one must parody, burlesque
Debugging
Headword:
παρῳδητέον
Headword (normalized):
παρῳδητέον
Headword (normalized/stripped):
παρωδητεον
IDX:
67198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67199
Key:
Data
{'content': 'one must parody, burlesque'}