Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρυπτιάω
Παρύσατις
παρυφαίνω
παρυφή
παρυφής
παρυφιζάνω
παρυφίστημι
πάρφαμι
πάρφασις
παρφυκτός
πάρφυκτος
παρῴα
παρῳδέω
παρῳδητέον
παρῳδία
παρῳδικός
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρωκεανῖται
παρωκεανῖτις
View word page
πάρφυκτος
to be avoided

ShortDef

to be avoided

Debugging

Headword:
πάρφυκτος
Headword (normalized):
πάρφυκτος
Headword (normalized/stripped):
παρφυκτος
IDX:
67195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67196
Key:

Data

{'content': 'to be avoided'}