Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρυπομιμνήσκω
παρυπόμνησις
παρυπονοέω
παρυπόστασις
παρυποψύχω
παρυπτιάω
Παρύσατις
παρυφαίνω
παρυφή
παρυφής
παρυφιζάνω
παρυφίστημι
πάρφαμι
πάρφασις
παρφυκτός
πάρφυκτος
παρῴα
παρῳδέω
παρῳδητέον
παρῳδία
παρῳδικός
View word page
παρυφιζάνω
to be a concomitant

ShortDef

to be a concomitant

Debugging

Headword:
παρυφιζάνω
Headword (normalized):
παρυφιζάνω
Headword (normalized/stripped):
παρυφιζανω
IDX:
67190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67191
Key:

Data

{'content': 'to be a concomitant'}