Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
πάρυδρος
παρυλίζω
παρυμνέω
παρυπαντάω
παρυπάρχω
παρυπάτη
παρυπατοειδής
παρυπνόω
παρυπογράφομαι
παρυποδύνω
παρυπολαμβάνω
παρυπομιμνήσκω
παρυπόμνησις
παρυπονοέω
View word page
παρυπαντάω
come into the way of, meet
ShortDef
come into the way of, meet
Debugging
Headword:
παρυπαντάω
Headword (normalized):
παρυπαντάω
Headword (normalized/stripped):
παρυπανταω
IDX:
67172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67173
Key:
Data
{'content': 'come into the way of, meet'}