Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
πάρυδρος
παρυλίζω
παρυμνέω
παρυπαντάω
παρυπάρχω
παρυπάτη
παρυπατοειδής
παρυπνόω
παρυπογράφομαι
παρυποδύνω
παρυπολαμβάνω
παρυπομιμνήσκω
View word page
παρυλίζω
make dykes with brushwood

ShortDef

make dykes with brushwood

Debugging

Headword:
παρυλίζω
Headword (normalized):
παρυλίζω
Headword (normalized/stripped):
παρυλιζω
IDX:
67170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67171
Key:

Data

{'content': 'make dykes with brushwood'}