Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
πάρυδρος
παρυλίζω
παρυμνέω
παρυπαντάω
παρυπάρχω
παρυπάτη
παρυπατοειδής
παρυπνόω
View word page
παρυβρίζομαι
insult
ShortDef
insult
Debugging
Headword:
παρυβρίζομαι
Headword (normalized):
παρυβρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παρυβριζομαι
IDX:
67166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67167
Key:
Data
{'content': 'insult'}