Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
πάρυδρος
παρυλίζω
παρυμνέω
παρυπαντάω
παρυπάρχω
παρυπάτη
View word page
παρρησιώδης
outspoken

ShortDef

outspoken

Debugging

Headword:
παρρησιώδης
Headword (normalized):
παρρησιώδης
Headword (normalized/stripped):
παρρησιωδης
IDX:
67164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67165
Key:

Data

{'content': 'outspoken'}