Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
πάρυδρος
παρυλίζω
παρυμνέω
παρυπαντάω
παρυπάρχω
View word page
παρρησιαστικός
freespoken

ShortDef

freespoken

Debugging

Headword:
παρρησιαστικός
Headword (normalized):
παρρησιαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρρησιαστικος
IDX:
67163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67164
Key:

Data

{'content': 'freespoken'}