Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
πάρυδρος
παρυλίζω
παρυμνέω
View word page
παρρησιάζομαι
to speak freely, openly, boldly

ShortDef

to speak freely, openly, boldly

Debugging

Headword:
παρρησιάζομαι
Headword (normalized):
παρρησιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παρρησιαζομαι
IDX:
67161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67162
Key:

Data

{'content': 'to speak freely, openly, boldly'}